- γινόμενος
- γίγνομαιcome into a new state of beingpres part mp masc nom sg (ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
выкати — ВЫКА|ТИ (1*), Ю, ѤТЬ гл. Учиться чему л.: моиси бо рече и аро(н) в жерци его [бога] овъ ѹбо кнѩ(з) кнѩзе(м). жре(ц) жерцемъ. дѣ˫а же елико ˫ако ˫азыко(м) арону. са(м) же к б҃у. оному выка˫а. онъ же по оно(м) абье. мнозѣмь же первѣе инѣ(х).… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ARISTEAS — Proconnesius genere, emicuit Cyri et Croesi temporibus, fil. Democharis, aut Caustrobii, Theogoniam scripsisse dicitur, Suidae verbis, καταλογάδην εἰς ἔπηα, Oratione solutâ ad versus mille. Sic interpres habet Admylius Portus, quem sequitur Vosl … Hofmann J. Lexicon universale
CRICILASIA — Graece Κρικηλασία, quasi Circuli impulsus, exercitationis olim delectabilis genus, memoratur Oribasio, Collectan. l. 6. c. 26. ubi ista leguntur: Ε᾿λάςσονα δέ χέτω ὁ κρίκος τὴν διαμετρον τοῦ μήκους τοῦ ἀνθρώπου, ὥςτε τὸ ὕψος αὐτοῦ μέχρι τῶ μαςτῶν … Hofmann J. Lexicon universale
PITYAEA — urbs inter Parium et Priapum. Steph. Apollon. Argonaut. l. 1. Ζαθεήν τε παρήμειβον Πιτύειαν. Ubi Schol. Η῾ Λάμψακος τὸ πρότερον Πιτύεια προςηγορεύετο, ἥν τί ες Πιτύαν ὀνομάζουςι, τινὲς δέ φαςιν ὅτι Φριξὸς γινόμενος ενταῦθα θηςαυρὸν ἔθηκε, καὶ ἀπὸ … Hofmann J. Lexicon universale
αμέλλητος — ἀμέλλητος, ον (Α) [μέλλω] ο γινόμενος δίχως αναβολή ή αυτός που δεν επιδέχεται αναβολή … Dictionary of Greek
οπίζω — ὀπίζω (Α) [οπός] 1. συλλέγω τον χυμό από κάποιο δέντρο ή φυτό χαράζοντας τη ρίζα ή τον κορμό («τὸν καυλὸν καὶ τὰς ῥίζας ὀπίζουσιν», Θεόφρ.) 2. (με ή χωρίς τη λέξη γάλα) πήζω το γάλα με χυμό συκιάς 3. παθ. ὀπίζομαι α) εξάγομαι, εκβάλλομαι β)… … Dictionary of Greek
πέρσος — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ἰχθῡς ποιὸς ἐν Ἐρυθρᾷ γινόμενος». [ΕΤΥΜΟΛ. Τ. τού περσεύς*, που παραδίδει ο Ησύχιος] … Dictionary of Greek
σωματικός — ή, ό / σωματικός, ή, όν, ΝΜΑ [σώμα, σώματος] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στο σώμα (α. «σωματική διάπλαση» β. «σωματικαὶ ἐργασίαι», πάπ. γ. «πόνοι σωματικοί», επιγρ. δ. «σωματικὰ ἔργα», Αριστοτ.) 2. αυτός που έχει σωματική, υλική… … Dictionary of Greek
τεκνοκτόνος — ον, Α παιδοκτόνος (α. «τεκνοκτόνος γινόμενος», Ηλιόδ. β. «τεκνοκτόνον μίσος», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τέκνον + κτόνος (< κτείνω), πρβλ. μητρο κτόνος] … Dictionary of Greek
Αλέξανδρος ο Μέγας — (Πέλλα 356 – Βαβυλώνα 323 π.Χ.). Βασιλιάς της Μακεδονίας (336–323), γιος του Φιλίππου B’ και της Ολυμπιάδας, κόρης του βασιλιά των Μολοσσών της Ηπείρου Νεοπτολέμου. Προικισμένος με σπάνια σωματική αντοχή και δύναμη (που του επέτρεψε να γυμνάσει… … Dictionary of Greek